- ἀνεπίσχετος
- ἀνεπίσχετοςnot to be stoppedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπίσχετος — ἀνεπίσχετος, ον (Α) [επέχω] εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος … Dictionary of Greek
ἀνεπισχέτως — ἀνεπίσχετος not to be stopped adverbial ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίσχετον — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem acc sg ἀνεπίσχετος not to be stopped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισχέτου — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισχέτῳ — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίσχετοι — ἀνεπίσχετος not to be stopped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek